- πιάτο
- Μαγειρικό σκεύος, στο οποίο τοποθετείται φαγητό. Η λέξη είναι ιταλικής προέλευσης. Τα περισσότερα π. κατασκευάζονται από μέταλλο, πλαστικό, πορσελάνη ή είναι προϊόντα κεραμικής. Εκτός των πρακτικών σκοπών των π. υπάρχουν και τα διακοσμητικά, πολλά από τα οποία θεωρούνται αληθινά έργα τέχνης.
Τα πρώτα αξιόλογα, από καλλιτεχνική άποψη, είναι της Κύπρου και της Κρήτης του 8ου αι. π.Χ. Από τον 7o αι. π.Χ. εμφανίστηκαν π. με πλούσια διακόσμηση, κυρίως στην Ετρουρία. Περί τα τέλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πολλά διακοσμητικά π. είχαν στο χείλος τους ένθετες μεταλλικές διακοσμήσεις. Αργότερα, τον 18o αι. μ.Χ. η γενίκευση της χρήσης της πορσελάνης στάθηκε αφορμή για την παραγωγή καλλιτεχνικών π. με τα οποία διακοσμούσαν τα σπίτια τους οι ευγενείς. Στη Γαλλία και στην Ιταλία πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν σχέδια σε π., κυρίως τον 17o αι. και 18o αι. Αργότερα έγινε μόδα η εικονογράφηση όλου του χώρου του π. με σκηνές της καθημερινής ζωής και ιδιαίτερα με ειδυλλιακές ή αντλημένες από ιστορικά γεγονότα. Π. έχει διακοσμήσει και ο Π. Πικάσσο. Στην Ελλάδα αξιόλογα θεωρούνται τα π. τα λεγόμενα ροδιακά, που βρίσκονται κυρίως σε ιδιωτικές συλλογές και στο Μουσείο Μπενάκη. Εξαιρετικά θεωρούνται τα π. ισλαμικής τέχνης (Κιουτάχειας, Ιράν κ.ά.), δείγματα των οποίων υπάρχουν σε όλα τα μεγάλα μουσεία και ιδιαίτερα στο Αραβικό Μουσείο του Καΐρου.
Αναμνηστικό πιάτο του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Πιάτο του 17oυ αι. από τη Μ. Ασία (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).
* * *το, Ν1. σκεύος για σερβίρισμα φαγητού, φρούτου ή γλυκού, πινάκιο2. μουσ. στον πληθ. τα πιάτατα κύμβαλα, αλλ. τάσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piatto < λατ. *platus < πλατύς].
Dictionary of Greek. 2013.